φιλάλληλος — of mutual affection masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάλληλος — η, ο αυτός που αγαπάει τον πλησίον, ο αλτρουιστής: Η ελεημοσύνη είναι φιλάλληλη πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλαλλήλως — φιλάλληλος of mutual affection adverbial φιλάλληλος of mutual affection masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάλληλον — φιλάλληλος of mutual affection masc/fem acc sg φιλάλληλος of mutual affection neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαλλήλου — φιλάλληλος of mutual affection masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαλλήλους — φιλάλληλος of mutual affection masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαλλήλων — φιλάλληλος of mutual affection masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαλλήλῳ — φιλάλληλος of mutual affection masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάλληλα — φιλάλληλος of mutual affection neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάλληλοι — φιλάλληλος of mutual affection masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)